- πλανησίεδρον
- πλανησίεδροςhaving a wandering seatmasc/fem acc sgπλανησίεδροςhaving a wandering seatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλανησίεδρος — ον, Α (για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύ εδρος] … Dictionary of Greek